- μορφολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μορφή, στο σχήμα: Η μορφολογική μελέτη του εντόμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μορφολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην μορφή ή στην μορφολογία («μορφολογικές διαφορές τών γλωσσών») 2. φρ. «μορφολογικός τύπος» i) ιατρ. η ιδιοσυστασία ii) ανθρωπολ. η μορφή που παίρνει το ανθρώπινο σώμα ανάλογα με το φυσικό περιβάλλον στο… … Dictionary of Greek
μακρόσφαιρα — η ζωολ. (σε ορισμένα τρηματοφόρα πρωτόζωα) μορφολογικός σχηματισμός με αρχικά μακριά θήκη που παράγει μορφολογικά όμοιους τους γαμέτες και τών δύο φύλων … Dictionary of Greek
μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… … Dictionary of Greek
μορφότυπος — ο ανθρωπολ. ο μορφολογικός τύπος … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek